- κλουβίον
- κλουβίον, τὸ (AM)βλ. κλουβί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλουβίον — Gloss. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλουβία — κλουβίον Gloss. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλουβίου — κλουβίον Gloss. neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλουβίῳ — κλουβίον Gloss. neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλουβί — Μικρός χώρος για τη διαβίωση πτηνών ή ζώων, μικρού ή μεγάλου μεγέθους, φορητό ή μόνιμο, περιφραγμένο από σύρματα ή ξύλινα ή σιδερένια κιγκλιδώματα. Η κατασκευή του κ., απλή ή ισχυρή, εξαρτάται από το μέγεθος του ζώου για το οποίο προορίζεται. Για … Dictionary of Greek
colibă — COLÍBĂ, colibe, s.f. Casă mică şi sărăcăcioasă. ♦ Adăpost provizoriu pentru oameni şi uneori, pentru animale, făcut din bârne, din crengi etc. şi acoperit cu paie, ramuri etc. – Din sl. koliba. Trimis de hai, 28.06.2004. Sursa: DEX 98 COLÍBĂ s … Dicționar Român